Το σελήνιο είναι ένα πολύτιμο ημιμέταλλο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπλήρωμα διατροφής στο σύνολο του πληθυσμού, περισσότερο δε στα άτομα με διαβήτη τύπου II.
Το σελήνιο (Se) είναι ένα ημιμέταλλο, που ανακαλύφθηκε από τον Σουηδό χημικό Jons Jacob Berzelius το 1818. Ο Berzelius διαπίστωσε την ομοιότητά του με το ήδη ανακαλυφθέν και ευρισκόμενο δίπλα στον περιοδικό πίνακα, Τελλούριο (tellur στη Λατινική σημαίνει Γη) και έδωσε το όνομα Σελήνιο προς τιμήν της ελληνικής θεάς του φεγγαριού της Σελήνης, που βρίσκεται δίπλα στη Γη.
Αργότερα, το 1957, οι Klaus Schwarz και Calvin Folz ανακάλυψαν τη μεγάλη σημασία του σεληνίου για την υγεία των ζώων και συγκεκριμένα την ιδιότητά του να προστατεύει τα ποντίκια που είχαν έλλειψη vitE από ηπατική νέκρωση.
Στη συνέχεια, πολλές μελέτες απέδειξαν το σημαντικό ρόλο του σεληνίου στις διάφορες λειτουργίες των κυττάρων και τον άμεσο αντίκτυπο που έχουν στην υγεία οι μεταβολές στα επίπεδά του στον οργανισμό. Βέβαια, οι ιδιότητες του Σεληνίου χρησιμοποιούνται και σε άλλους τομείς, όπως ο ηλεκτρισμός, η ηλεκτρονική, η μεταλλουργία, η υαλουργία και η γεωργία.
Το σελήνιο βρίσκεται παντού. Η συγκέντρωσή του, όμως, στο έδαφος ποικίλλει. Έτσι, μπορούμε να διαπιστώσουμε τη σχέση του με διάφορες παθήσεις που εμφανίζονται σε διάφορες περιοχές, αν γνωρίζουμε την περιεκτικότητα των εδαφών στο στοιχείο αυτό.
Όντας ένα σημαντικό στοιχείο των Σεληνοπρωτεϊνών συμμετέχει σε πολλές λειτουργίες του οργανισμού. Έχει αντιοξειδωτική δράση, συμβάλλει στον σχηματισμό των θυρεοειδικών ορμονών, στη σύνθεση του DNA, στη γονιμότητα και στην αναπαραγωγή, στην προστασία από τον καρκίνο και στη μυϊκή αντοχή.
Το Σελήνιο συμβάλλει στη σωστή μορφολογία και λειτουργία του θυρεοειδούς. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει, ότι η έλλειψή του σχετίζεται με υψηλότερη επίπτωση της βρογχοκήλης και των αυτοάνοσων θυρεοειδοπαθειών, όπως η νόσος Graves, η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια και η θυρεοειδίτιδα Hasimoto. Η συμπληρωματική λήψη του οδηγεί στην επιβράδυνση της εξέλιξης αυτών των νοσημάτων.
Σημαντικές ποσότητες σεληνίου υπάρχουν στους λεμφαδένες, το ήπαρ και το σπλήνα, υποδηλώνοντας το σημαντικό ρόλο του στην ανοσία. Η ανεπάρκεια σε σελήνιο μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του αριθμού των Τ-λεμφοκυττάρων, διαταραχή στον πολλαπλασιασμό τους και γενικά κακή ανοσολογική ανταπόκριση. Το σελήνιο ενισχύει την ανοσολογική ανταπόκριση και την παραγωγή αντιογκογόνων μεταβολιτών που μπορούν να διαταράξουν το μεταβολισμό των κυττάρων του όγκου, να αναστείλουν την αγγειογένεση και να διεγείρουν τον προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο των καρκινικών κυττάρων.
Λόγω της αντιοξειδωτικής δράσης του σεληνίου θα μπορούσε να μειωθεί η συσσώρευση της οξειδωμένης LDL στο αρτηριακό τοίχωμα, που προκαλεί την αθηρωματική πλάκα. Ακόμη, έχει φανεί ότι το σελήνιο μειώνει τη συσσώρευση αιμοπεταλίων και προστατεύει έναντι των βαρέων μετάλλων (όπως π.χ. ο υδράργυρος), που ασκούν τοξικές επιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα.
Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι οι εγκυμονούσες που παρουσίαζαν υποτροπιάζουσες αποβολές ή αποβολές πρώτου τριμήνου είχαν σημαντική μείωση συγκέντρωσης σεληνίου στον ορό τους. Πιθανόν, η πρόωρη απώλεια της κύησης να συνδέεται με τη μειωμένη αντιοξειδωτική προστασία των βιολογικών μεμβρανών και του DNA.
Σελήνιο και Διαβήτης
Τέλος, το σελήνιο θα μπορούσε να διαδραματίσει προστατευτικό ρόλο ενάντια στο Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου II. Το Σεληνικό, μία ανόργανη μορφή σεληνίου, μιμείται τη δραστικότατα της ινσουλίνης σε πειραματικό μοντέλα. Επιπλέον, η υπεροξειδάση της γλουταθειόνης (GPx) μπορεί να προστατεύσει τα β-κύτταρα του παγκρέατος από το οξειδωτικό Stress, να διεγείρει τη γονιδιακή έκφρασή τους και να βελτιώσει τη λειτουργία τους.
Οι υψηλές συγκεντρώσεις σεληνίου στον ορό, ωστόσο, μπορούν να μειώσουν την έκκριση ινσουλίνης, εμποδίζοντας την καλή ρύθμισή του.
Υπάρχουν πολλές εργασίες σχετικά με την επίδραση του σεληνίου στο γλυκαιμικό και το λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών και ιδίως των ατόμων με διαβήτη τύπου II. Τα αποτελέσματα είναι διφορούμενα ως προς τα οφέλη της συμπληρωματικής θεραπείας, η πλειοψηφία όμως δείχνει, ότι η συμπληρωματική-στη φαρμακευτική θεραπεία-χορήγηση σεληνίου, οδηγεί σε βελτίωση των επιπέδων των παραμέτρων κινδύνου.
Κατά τους Karalis, D. et al οργανώθηκε μία εργασία σε ασθενείς τύπου II, ηλικίας 48-64 ετών, υπό φαρμακευτική αγωγή. Χορηγώντας συμπληρωματικά 200 μg σεληνίου σε άτομα με διαβήτη που ακολουθούσαν Μεσογειακή διατροφή, διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική μείωση των τιμών της γλυκόζης, της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, της ολικής χοληστερόλης, της LDL και σημαντική αύξηση της HDL.
Δεν παρατηρήθηκε όμως σημαντική μεταβολή των τριγλυκεριδίων. Η εργασία αυτή απέδειξε το ευεργετικό αποτέλεσμα της συγχορήγησης σεληνίου με τη φαρμακευτική αγωγή σε ασθενείς με διαβήτη τύπου II.