Παθήσεις Υπόφυσης

Τα αδενώματα της υπόφυσης είναι καλοήθεις όγκοι που αναπτύσσονται στον εγκέφαλο και ενδέχεται να προκαλούν έκκριση υπερβολικών ορμονών, επηρεάζοντας διάφορες σωματικές λειτουργίες. Η υπερπρολακτιναιμία, μία συνήθης κατάσταση υπερέκκρισης της προλακτίνης, επηρεάζει τα επίπεδα των ορμονών του φύλου. Tο Σύνδρομο Cushing, που οφείλεται σε υπερέκκριση κορτιζόλης, προκαλεί σοβαρές μεταβολές στο σώμα και σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία. Η μεγαλακρία, μετά από υπερέκκριση της αυξητικής ορμόνης πριν την ήβη προκαλεί ανώμαλη αύξηση των οστών και των ιστών. Αντίθετα, η υποφυσιακή ανεπάρκεια οδηγεί σε μειωμένη έκκριση ορμονών με ευρύ φάσμα συμπτωμάτων. Η διάγνωση και η θεραπεία αυτών των παθήσεων απαιτούν σύνθετες εξετάσεις και εξατομικευμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις.

Διαφορετικές Παθήσεις Υπόφυσης

Αδενώματα Υπόφυσης

Τα αδενώματα της υπόφυσης είναι καλοήθεις όγκοι που προκύπτουν από τα κύτταρα της υπόφυσης, μια περιοχή του εγκεφάλου που ελέγχει το ενδοκρινικό σύστημα. Ανάλογα με το μέγεθός τους, χωρίζονται σε μίκρο και μάκρο-αδενώματα. Ο απεικονιστικός έλεγχος τα τελευταία χρόνια βοηθά στον γρήγορο εντοπισμό και την αποτελεσματικότερη θεραπεία.

Τα αδενώματα της υπόφυσης μπορεί να είναι ασυμπτωματικά, αλλά και να προκαλούν πονοκέφαλο, απώλεια περιφερικής όρασης, ναυτία, έμετο, αδυναμία, στυτική δυσλειτουργία και διαταραχές στην περίοδο. Εξαρτώνται επίσης από το αν υπερεκκρίνουν ορμόνες.

Η διάγνωση των αδενωμάτων της υπόφυσης απαιτεί φυσική εξέταση, ιστορικό, νευρο-απεικόνιση (όπως μαγνητική τομογραφία) και ορμονολογικό έλεγχο για την εξακρίβωση της υπερεκκρίσης ορμονών.

Η θεραπεία των αδενωμάτων της υπόφυσης εξαρτάται από το μέγεθος, το αν υπερεκκρίνουν ορμόνες και την προτίμηση του ασθενούς. Συνήθως περιλαμβάνει ενδοσκοπική εκτομή, ακτινοθεραπεία, φαρμακοθεραπεία και ορμονική καταστολή ή υποκατάσταση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί παρακολούθηση για τον έγκαιρο εντοπισμό πιθανής υποτροπής.

Υπερπρολακτιναιμία

Η Υπερπρολακτιναιμία σημαίνει υπερέκκριση της προλακτίνης σε υψηλότερα επίπεδα του φυσιολογικού. Σε περιπτώσεις προλακτιναιμίας μπορεί να εμφανιστεί μείωση των επιπέδων των οιστρογόνων στις γυναίκες και της τεστοστερόνης στους άνδρες με  πιθανές επιπτώσεις στη σεξουαλική λειτουργία και την αναπαραγωγή.

Η διάγνωση βασίζεται στη μέτρηση των επιπέδων προλακτίνης. Η υπερβολική αύξηση τιμών προλακτίνης οδηγεί στην υποψία προλακτινώματος γεγονός που αποδεικνύεται με μαγνητική τομογραφία.

Τα αίτια υπερπρολακτιναιμίας περιλαμβάνουν εγκυμοσύνη, φάρμακα και άλλες παθήσεις. Ο ενδοκρινολόγος αξιολογεί τις πιθανές αιτίες και καθορίζει τη θεραπεία ανάλογα με τα ευρήματα.

Η θεραπεία εστιάζει στη μείωση της παραγωγής της προλακτίνης και μείωση του προλακτινώματος εάν υπάρχει. Σε περίπτωση μεγάλου (μάκρο-) προλακτινώμτος συνιστάται η χειρουργική αφαίρεση. Συχνές επανελέγχους απαιτούνται για την παρακολούθηση της απόκρισης στη θεραπεία και την πιθανή ανάγκη προσαρμογής του προγράμματος θεραπείας.

Το Προλακτίνωμα

Το προλακτίνωμα είναι μια καλοήθης διόγκωση στην υπόφυση του εγκεφάλου που προκαλεί υπερβολική παραγωγή της ορμόνης προλακτίνης. Η προλακτίνη είναι υπεύθυνη για την παραγωγή γάλακτος στις γυναίκες κατά τη διάρκεια του θηλασμού αλλά επηρεάζει και άλλες ορμόνες στο σώμα.

Τα συμπτώματα του προλακτίνωματος περιλαμβάνουν υπογονιμότητα, ανωμαλίες στην περίοδο ή ακόμα και αμηνόρροια, αλλαγές στο μαστό, κεφαλαλγίες και σε παιδιά μπορεί να προκαλέσει μειωμένη ανάπτυξη ή καθυστερημένη εφηβεία.

Η θεραπεία περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή ή σε περιπτώσεις μεγάλων προλακτινωμάτων και μετά από επιτυχή χειρουργική επέμβαση.. Οι προοπτικές θεραπείας είναι ευνοϊκές, αλλά υπάρχει πιθανότητα επανεμφάνισης του προλακτίνωματος ακόμα και μετά από επιτυχή θεραπεία. Σε σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές όπως ο κίνδυνος οστεοπόρωσης ή ακόμα και απώλεια όρασης λόγω πίεσης στα οπτικά νεύρα.

Σύνδρομο Cushing

Το Σύνδρομο Cushing είναι μια νόσος που προκύπτει από την υπερέκκριση κορτιζόλης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτή η υπερέκκριση μπορεί να οφείλεται είτε στην εξωτερική χορήγηση κορτιζόνης, είτε σε παθολογική παραγωγή κορτιζόλης από τον οργανισμό. Είναι μια σπάνια νόσος, με ιατρογενή μορφή που είναι πιο συχνή από την παθολογική παραγωγή. Οι αιτίες περιλαμβάνουν εκτός από τη χορήγηση κορτιζόνης, νευροενδοκρινικούς όγκους σε διάφορα σημεία του σώματος, καθώς και όγκους του φλοιού των επινεφριδίων. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αύξηση βάρους, πανσεληνοειδές πρόσωπο, εύκολες εκχυμώσεις και άλλα. Οι επιπλοκές μπορεί να είναι σοβαρές, όπως οστεοπενία, υπέρταση, διαβήτης ή ακόμη και θάνατος. Η διάγνωση απαιτεί πολύπλοκες εξετάσεις και ενδεχομένως πολύ καιρό. Η θεραπεία εξαρτάται από την αιτία και μπορεί να περιλαμβάνει χειρουργική αφαίρεση όγκων, μείωση της χορηγούμενης κορτιζόνης και άλλες θεραπευτικές επιλογές.

Μεγαλακρία - Γιγαντισμός

Το σωματοτρόφο αδένωμα είναι ένας όγκος στην υπόφυση του εγκεφάλου που υπερ-εκκρίνει αυξητική ορμόνη. Εάν η εμφάνιση του αδενώματος γίνει πρίν την ήβη τότε έχουμε την κατάσταση του γιγαντισμού. Εάν όμως συμβεί μετά το τέλος της ήβης οπότε έχει επιτευχθεί η σύγκλιση των επιφύσεων τότε μιλάμε για την κατάσταση της μεγαλακρίας.

Η συμπτωματολογία περιλαμβάνει την υπερβολική αύξηση των μακρών οστών και των οργάνων, όταν πρόκειται για γιγαντισμό ή την αύξηση και πάχυνση των δακτύλων των άκρων, της μύτης, των χειλέων, της γλώσσας και της κάτω γνάθου όταν πρόκειται για μεγαλακρία. Σ’ αμφότερες τις περιπτώσεις παρουσιάζεται μεγαλοκαρδία, υπέρταση, νεφρολιθίαση, υπνική άπνοια, σακχαρώδης διαβήτης, αυξημένος κίνδυνος για καρκίνο του παχέως εντέρου κ.λ.π.

Η διάγνωση γίνεται μέσω της φυσικής εξέτασης, του ορμονολογικού ελέγχου και των απεικονιστικών εξετάσεων. Η θεραπεία περιλαμβάνει χειρουργική αφαίρεση του αδενώματος που προκαλεί την υπερέκκριση της αυξητικής ορμόνης,  φαρμακευτική αγωγή για καταστολή αυτής ή ακτινοθεραπεία.

Υποφυσιακή Ανεπάρκεια

Η υποφυσιακή ανεπάρκεια είναι μια κατάσταση όπου χαρακτηρίζεται από τη μειωμένη έκκριση μιας ή περισσότερων ορμονών από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης του εγκεφάλου. Τα συμπτώματα εξαρτώνται από την ορμόνη που ανεπαρκεί και μπορεί να περιλαμβάνουν κεφαλαλγίες, διαταραχές οπτικών πεδίων και άλλα.

Τα αίτια υποφυσιακής ανεπάρκειας μπορεί να είναι διάφορα, όπως αδενώματα, λεμφοκυτταρική υποφυσίτιδα, νόσοι του αίματος, όγκοι εγκεφάλου, ακτινοβολία, τραύματα κεφαλής και άλλα.

Η διάγνωση γίνεται μετρώντας τα επίπεδα ορμονών στο αίμα και με απεικονιστικές εξετάσεις του εγκεφάλου. Η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει την υποκατάσταση των ορμονών που ανεπαρκούν, ενώ η αντιμετώπιση μπορεί να διαφοροποιηθεί ανάλογα με το αίτιο, περιλαμβάνοντας χειρουργική αφαίρεση αδενωμάτων ή φαρμακευτική θεραπεία.