Σακχαρώδης Διαβήτης

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια ετερογενής διαταραχή  του μεταβολισμού που οφείλεται σε δυσλειτουργία της μοίρας του παγκρέατος που εκκρίνει ινσουλίνη με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μερική ή πλήρης αδυναμία έκκρισης ινσουλίνης.

Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεΪνών που θα καταλήξει στη διαταραχή των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.

Μπορούμε να διαχωρίσουμε το Σακχαρώδη Διαβήτη σε 4 κατηγορίες :

  • Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1
  • Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2
  • Διαβήτης Κύησης
  • Άλλοι τύποι διαβήτη

Η διαχείριση περιλαμβάνει διατροφή, άσκηση, φαρμακευτική αγωγή και σε περιπτώσεις αυτοάνοσου διαβήτη, χορήγηση ινσουλίνης.

Διαφορετικές Παθήσεις του Σακχαρώδη Διαβήτη

Προδιαβήτης

Ο προδιαβήτης αποτελεί μια μεταβολική διαταραχή που προηγείται του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καθώς τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα βρίσκονται υψηλότερα από τα φυσιολογικά, αλλά κάτω από τα επίπεδα που καθορίζουν το διαβήτη. Παρόλο που συχνά δεν παρατηρούνται εμφανή συμπτώματα, ορισμένοι μπορεί να εμφανίσουν κάποια συμπτώματα διαβήτη, όπως αίσθημα δίψας, συχνουρία, αίσθημα κόπωσης και ζάλη.

Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη προδιαβήτη περιλαμβάνουν την ηλικία, το φύλο, τα επίπεδα γλυκόζης, την αρτηριακή πίεση, την HDL χοληστερόλη και το αυξημένο σωματικό βάρος. Ακόμη η έλλειψη σωματικής άσκησης, το οικογενειακό ιστορικό διαβήτη, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και ο διαβήτης κύησης συμπεριλαμβάνονται στους παράγοντες κινδύνου εμφάνισης προδιαβήτη.

Η απώλεια βάρους, ένα ισορροπημένο πρόγραμμα διατροφής και η κατανάλωση μαγνησίου συνίσταται για την αντιμετώπιση του προδιαβήτη και μπορεί να αποτελούν κλειδί για την αποτροπή της εξέλιξής του σε σακχαρώδη διαβήτη.

Ο προδιαβήτης αν και δεν έχει συνήθως κλινική συμπτωματολογία και δεν είναι μια κλινική οντότητα πρέπει να αναγνωρίζεται έγκαιρα και να αντιμετωπίζεται σοβαρά γιατί πιθανόν να εξελιχθεί σε Σακχαρώδη Διαβήτη με τις γνωστές επιπλοκές.

Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 1

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 είναι μια σοβαρή αυτοάνοση ασθένεια που συνήθως εμφανίζεται σε παιδική ή εφηβική ηλικία και προκαλείται από την επίθεση του ανοσοποιητικού συστήματος στα β-κύτταρα του παγκρέατος, τα οποία είναι υπεύθυνα για την παραγωγή ινσουλίνης. Αυτή η αυτοάνοση αντίδραση οδηγεί στην καταστροφή των β-κυττάρων, με αποτέλεσμα τη μείωση και γρήγορα την αδυναμία παραγωγής ινσουλίνης από τον οργανισμό. Ως αποτέλεσμα, οι ασθενείς πρέπει να λαμβάνουν εξωγενώς ινσουλίνη για να επιβιώσουν.

Η εξέλιξη του Σακχαρώδους Διαβήτη τύπου 1 είναι συνήθως σταδιακή και συχνά δεν εκδηλώνει συμπτώματα στα πρώιμα στάδια. Το ανοσοποιητικό σύστημα έχει ήδη ξεκινήσει την ανοσολογική αντίδραση προς τα β-κύτταρα του παγκρέατος πολύ πριν εμφανιστούν οποιαδήποτε συμπτώματα. Αυτή η ανοσολογική αντίδραση μπορεί να εκδηλωθεί αυτόματα ή να προκληθεί από κάποια εξωγενή αιτία, όπως μια μόλυνση ή ιώση.

Σπανιότερα, η αδυναμία του παγκρέατος να παράγει ινσουλίνη μπορεί να οφείλεται σε διαφορετικές αιτίες, όπως χειρουργικές επεμβάσεις στο παγκρέας ή άλλες νόσους που επηρεάζουν τον ιστό του παγκρέατος. Τα κύρια συμπτώματα του Σακχαρώδους Διαβήτη τύπου 1 περιλαμβάνουν πολυδιψία, ανεξήγητη απώλεια βάρους, ευερεθιστότητα, θολή όραση, κόπωση λόγω απώλειας πρωτεϊνών, νερού και ηλεκτρολυτών, ξηρό δέρμα, και καθυστερημένη επούλωση των πληγών.

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 απαιτεί θεραπεία με ινσουλίνη, καθώς ο οργανισμός δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη μόνος του. Η διάγνωση συνήθως γίνεται όταν έχει ήδη καταστραφεί μεγάλος αριθμός β-κυττάρων στο πάγκρεας. Η θεραπεία με ινσουλίνη πρέπει να είναι εξατομικευμένη, με τον αυτοέλεγχο να είναι ζωτικής σημασίας για την παρακολούθηση της γλυκόζης του αίματος και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.

Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 είναι μια διαταραχή του μεταβολισμού που χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, αντίσταση στην ινσουλίνη και σχετικά χαμηλή έκκριση ινσουλίνης. Συνήθως εμφανίζεται σε ενήλικες με αυξημένο σωματικό βάρος, αλλά μπορεί να παρουσιαστεί και σε παιδιά και εφήβους λόγω αυξημένης παχυσαρκίας ή ακόμη και σε λεπτόσωμα άτομα γεροντικής ηλικίας. Οι ασθενείς συχνά δεν εμφανίζουν συμπτώματα για πολλά χρόνια, αλλά μπορεί να αντιμετωπίσουν επιπλοκές όπως καρδιαγγειακά προβλήματα και νευρολογικές διαταραχές.

Τα γονίδια και περιβαλλοντικοί παράγοντες συμβάλλουν στην ανάπτυξη της νόσου, με την παχυσαρκία, την έλλειψη άσκησης και την κακή διατροφή να αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου. Η διάγνωση γίνεται μέσω μέτρησης της γλυκόζης νηστείας, της δοκιμασίας ανοχής γλυκόζης  ή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Η θεραπεία περιλαμβάνει ισορροπημένη δίαιτα, άσκηση και απώλεια βάρους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάζεται και φαρμακευτική αγωγή, η οποία πρέπει να εξατομικεύεται για κάθε ασθενή.

Διαβήτης Κύησης

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης της Κύησης (ΣΔΚ) είναι η αύξηση του σακχάρου του αίματος που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μπορεί να συνεχιστεί και μετά τον τοκετό.

Στα αίτιά του περιλαμβάνονται η αντίσταση στη δράση της ινσουλίνης λόγω παραγωγής ορμονών και η ανεπάρκεια παραγωγής ινσουλίνης από το πάγκρεας. Ο ΣΔΚ διαφέρει από τους άλλους τύπους διαβήτη, με επιπλοκές που επηρεάζουν τόσο το έμβρυο όσο και τη μητέρα.

Στις γυναίκες με μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν ΣΔΚ περιλαμβάνονται αυτές που έχουν οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη, εκείνες με ιστορικό διαβήτη σε προηγούμενη εγκυμοσύνη και οι παχύσαρκες. Επίσης το ιστορικό πολυκυστικών ωοθηκών, αρτηριακής υπέρτασης, μεταβολικού συνδρόμου και διαταραχής ανοχής γλυκόζης αποτελούν κινδύνους εμφάνισης ΣΔΚ.

Η διάγνωση του Διαβήτη Κύησης γίνεται μέσω δοκιμασίας ανοχής γλυκόζης και η θεραπεία περιλαμβάνει δίαιτα, άσκηση, και σε ορισμένες περιπτώσεις ινσουλίνη. Η παρακολούθηση συνεχίζεται και μετά τον τοκετό για την πρόληψη μόνιμης διαβητικής κατάστασης.

Άλλοι τύποι Διαβήτη

Εδώ περιλαμβάνονται διαταραχές όπως νόσοι του παγκρέατος, ενδοκρινοπάθειες, διαβήτης μετά από λήψη φαρμάκων ή χημικών ουσιών αλλά και γενετικά σύνδρομα που συνοδεύονται από διαταραχή μεταβολισμού υδατανθράκων. Σπάνιες περιπτώσεις οφείλονται σε σύνδρομα που χαρακτηρίζονται από διαταραχές των κυτταρικών υποδοχέων της ινσουλίνης ή σε συστηματικές νόσους όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα ή ο ερυθηματώδης λύκος όπου δημιουργούνται αντισώματα κατά των υποδοχέων αυτών.